-
1 διασπείρω
A scatter or spread about,[τὰς μνέας].. αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇ Hdt.3.13
; διέσπειρε ἡμέας ἄλλην ἄλλῃ τάξας dispersed us, ib.68;δ. λόγον X.HG5.1.25
;τοὔνομα εἰς τὴν Ἀσίαν Isoc.5.104
; squander, S.El. 1291:—[voice] Pass., to be scattered, ; ; of troops,διεσπαρμένοι Th.1.11
, X.HG5.3.1, etc.; φύσεις ὁμοίως διεσπαρμέναι equally distributed, Pl.R. 455d, cf. Sph. 260b, etc.; is dissipated,Epicur.
Ep.1p.21U.; τὸ διεσπαρμένον δόγμα the current opinion, Id.Nat.14.7;τῶν χρωμάτων διεσπαρμένων Ael.NA 11.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασπείρω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский